θυμαράκι

θυμαράκι
το
1. το φυτό θύμος, το θυμάρι
2. (στον πληθ. ως κύρ. όν.) τα Θυμαράκια
συχνά ως τοπωνύμιο
3. μτφ. φρ. α) «στα θυμαράκια» — στο νεκροταφείο
β) «είναι για τα θυμαράκια» — είναι ετοιμοθάνατος
4. ιδιωμ. ονομασία τού φυτού λαβαντίς, η αγριολεβάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμάρι + υποκορ. κατάλ. -άκι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θυμαράκι — το 1. υποκορ. του θυμάρι. 2. φρ., «στα θυμαράκια», στο νεκροταφείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”